γογγυλίζω
Look at other dictionaries:
γογγυλίζω — (Α) [γογγύλος] γογγύλω … Dictionary of Greek
συγγογγυλίζω — Α στρέφω κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γογγυλίζω «στρογγυλεύω»] … Dictionary of Greek
γογγυλίζω — (Α) [γογγύλος] γογγύλω … Dictionary of Greek
συγγογγυλίζω — Α στρέφω κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γογγυλίζω «στρογγυλεύω»] … Dictionary of Greek